- βρεφονηπιακός
- -ή, -όαυτός που ασχολείται με τα βρέφη ή αναφέρεται στα βρέφη ή σχετίζεται με τα βρέφη και τα νήπια: Βρεφονηπιακός σταθμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
Δημητριάδας και Αλμυρού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τον Βόλο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 134 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 188 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση, λειτουργούν οι αρχιερατικές… … Dictionary of Greek
Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νέα Ιωνία. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 22 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 75 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι της Παναχράντου στο Νέο Ηράκλειο Αττικής … Dictionary of Greek